- αλούτερος
- -η, -ο(πιθ. από το όνομα του Λούθηρου), ασεβής, άθεος: Είδες τον αλούτερο τι έκανε!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλίτουρος — η, ο και αλούτερος, η, ο άθεος, ασεβής, αλιτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < α προθ. + Λούθηρος (όνομα τού εκκλησιαστικού μεταρρυθμιστή, που εθεωρείτο από τους Καθολικούς ως κατ’ εξοχήν ασεβής), πιθ. με παρετυμολογικό συσχετισμό με τη λ. αλιτήριος] … Dictionary of Greek